- ακτοπλοϊκός
- -ή, -ό [ακτοπλοΐα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ακτοπλοΐα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτοπλοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την ακτοπλοΐα: Οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες γίνονται συνήθως με μικρά ή μεσαία πλοία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… … Dictionary of Greek